- πολυδειράς
- (I)ὁ, ἡ, Ααυτός που έχει πολλές προεξοχές, πολλές κορυφές («ἀκροτάτη κορυφῇ πολυδειράδος Οὐλύμποιο», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + δειράς, -άδος «κορυφή»].————————(II)ὁ, ἡ, Ααυτός που έχει πολλούς τραχήλους, πολλούς λαιμούς, πολυκέφαλος («πολυδειράδος ὕδρης», Κόιντ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -δειράς (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»)].
Dictionary of Greek. 2013.